τελεσιουργός

English (LSJ)

τελεσιουργόν,
A completing a work, working out its end, effective, Pl.Phdr.270a, Plb.2.40.2, etc.
2 creating perfection, Procl.Inst.145.
3 epithet of Zeus, τελεσθεὶς Διὶ τ. Milet.7.16 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1085] das Werk od. die Arbeit vollendend, zu Stande bringend, wirksam, thätig; Plat. Phaedr. 270 a; Pol. 2, 40, 2 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui achève une œuvre, un travail ; qui produit son effet, efficace;
2 qui achève, qui accomplit.
Étymologie: τελέω, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

τελεσιουργός:
1 доводящий до конца, способный достигать цели Plat.;
2 содействующий завершению (τ. τῆς πράξεως Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

τελεσιουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ τελεσιουργῶν, ὁ συμπληρῶν ἔργον τι, ἐκτελῶν τὸν σκοπόν του, ἀποτελεσματικός, Πλάτ. Φαῖδρ. 279Α, Πολύβ., κλπ.· τ. τινος ὁ αὐτ. 2. 40, 2.

Greek Monolingual

-όν, Ν. αυτός που ολοκληρώνει ένα έργο, αποτελεσματικός, τελεσφόρος
αρχ.
1. αυτός που προσδίδει τελειότητα σε κάτι
2. προσωνυμία του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσι- (βλ. λ. τέλος) + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. γενεσιουργός].

Greek Monotonic

τελεσιουργός: -όν, αυτός που εκτελεί το σκοπό του, αποτελεσματικός, σε Πλάτ.