τερματισμός

Greek Monolingual

ο, Ν τερματίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τερματίζω, περάτωση, τέλος, λήξη, κατάληξη
2. (αθλ.) η άφιξη στο τέρμα όπου ολοκληρώνεται η απόσταση ενός αγωνίσματος ταχύτητας ή αντοχής
3. μτφ. σταμάτημα, διακοπή.