τιμητέος
English (LSJ)
α, ον,
A to be honoured, to be valued, etc., E.Or.484, Pl.R. 561c. etc.
II τιμητέον, one must honour, one must esteem, one must estimate, etc., ib.509a. Lg.722b, X.Mem.1.4.10, etc.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de τιμάω.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ τιμήσῃ ἢ ἐκτιμήσῃ τις, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 484, Πλάτ. Πολ. 561C, 159C, κλπ. ΙΙ. τιμητέον, πρέπει τις νὰ τιμήσῃ, ἐκτιμήσῃ, κτλ. αὐτόθι 509Α, Νόμ. 722Β, Ξεν., κλπ.
Greek Monotonic
τιμητέος: -α, -ον,
I.ρημ. επίθ. του τιμάω, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος να τιμήσει ή να εκτιμήσει, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
II. τιμητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να τιμήσει, να εκτιμήσει, σε Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
τιμητέος, η, ον, verb. adj. of τιμάω
I. to be honoured, valued, Eur., Plat., etc.
II. τιμητέον, one must honour, esteem, estimate, Xen., etc.