τράνταγμα

Greek Monolingual

και τράντασμα το, Ν τραντάζω
1. βίαιη δόνηση, απότομος κλονισμός, κραδασμός
2. βίαιη κατάρριψη, γκρέμισμα
3. μτφ. ψυχικός κλονισμός.