τριβωνεύομαι

English (LSJ)

practise roguery, or put off, delay, Antipho Fr.33.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβωνεύομαι: ἀποθετ., «τριβωνευόμενοι: Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ Λινδίων φόρου· ἤτοι ἀντὶ τοῦ τριβὰς ἐμποιοῦντες, ἢ ἀντὶ τοῦ τεχνάζοντες, ἀπὸ τοῦ τρίβωνες εἶναι πραγμάτων» Ἁρποκρ., πρβλ. Φώτ. καὶ Σουΐδ.

Greek Monolingual

Α τρίβων
είμαι πανούργος, μεταχειρίζομαι πανουργίες και τεχνάσματα ή χρονοτριβώ, αναβάλλω.

German (Pape)

abgefeimte Streiche, Spitzbübereien treiben, od. zaudern, aufschieben, Antiphob. Harp. und EM.