τριγυρίζω
Greek Monolingual
και τρογυρίζω και τριγυρνώ, -άω, Ν
1. περπατώ γύρω γύρω, περιφέρομαι («ο φίλος τριγυρίζει στο σπίτι»)
2. γυρίζω εδώ κι εκεί, περιπλανιέμαι («όλη μέρα τριγυρνάει στους δρόμους»)
3. περιβάλλω, περικυκλώνω («τριγύρισε το οικόπεδο με φράχτη»)
4. πλησιάζω κάποιον επίμονα επιδιώκοντας να επιτύχω κάποιο όφελος και μάλιστα ερωτική κατάκτηση (α. «τὸν τριγυρίζει για να βολευτεί σε καμιά θέση» β. «τήν τριγυρίζει συνεχώς και θέλει να τήν παντρευτεί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. τριγύρω, κατά τα ρ. σε -ίζω].