τριχόμαλλος

English (LSJ)

τριχόμαλλον, fleecy, ὄϊς AP9.150 (Antip.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l'épaisse toison.
Étymologie: θρίξ, μαλλός.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχόμαλλος: шерстистый, густорунный (ὄϊς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχόμαλλος: -ον, ὁ ἔχων ἔρια ὡς τρίχας, δασύμαλλος, δασύθριξ, Ἀνθ. Π. 9. 150.

Greek Monolingual

-ον, Α
δασύτριχος, μαλλιαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + μαλλός «τρίχωμα, μαλλί» (πρβλ. δασύμαλλος)].

Greek Monotonic

τρῐχόμαλλος: -ον, δασύτριχος, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρῐχό-μαλλος, ον,
hair-fleeced, Anth.