τσίρκο

Greek Monolingual

το, Ν
1. θέαμα του οποίου το πρόγραμμα περιλαμβάνει επιδείξεις ταχυδακτυλουργίας και γυμναστικής, ακροβασίες, ασκήσεις γυμνασμένων ζώων, κωμικά νούμερα κ.ά.
2. στεγασμένος χώρος που έχει στο κέντρο του κυκλική κονίστρα περιβαλλόμενη από κερκίδες τοποθετημένες αμφιθεατρικά γύρω της, όπου δίνονται οι παραστάσεις με το παραπάνω πρόγραμμα, καθώς και όλες οι λοιπές αναγκαίες εγκαταστάσεις
3. ο θίασος που πραγματοποιεί τις παραπάνω παραστάσεις
4. μτφ. ευτελές και αξιοθρήνητο θέαμα («καταντήσαμε αληθινό τσίρκο»)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. circo < λατ. circus «κύκλος»].