τσινιάρης

Greek Monolingual

ο, θηλ. τσινιάρα, Ν
1. (για υποζύγιο) αυτός που κλοτσάει με το παραμικρό
2. μτφ. (για πρόσ.) ευέξαπτος, ευερέθιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσινιά + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. γκρινιάρης)].