τυμπανίας

English (LSJ)

-ου, Ion. τυμπᾰνίης, ὁ,
A = τυμπανοειδής, tympanitic, similar to a drum, τυμπανίας ὕδρωψ a kind of dropsy in which the belly is stretched tight like a drum, Gal.19.424, Aret.SD2.1.
II one who suffers from tympanites (τυμπανίας ὕδρωψ), Herod.Med. ap. Orib.10.8.9.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνίας: -ου, ὁ, = τυμπανοειδής· - ὁ τυμπανίας (ἐξυπακ. ὕδρωψὕδερος), εἶδος ὕδρωπος καθ’ ὃν ἡ κοιλία ἐξοιδαίνεται καὶ ἐκτείνεται τὸ δέρμα ἰσχυρῶς ὡς τὸ τοῦ τυμπάνου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθῶν 2. 1.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. τυμπανίης Α
φρ. «τυμπανίας ύδρωψ» — είδος υδρωπικίας κατά την οποία πρήζεται η κοιλιά και τεντώνεται το δέρμα όπως το τύμπανο
αρχ.
αυτός που υποφέρει από την παραπάνω αρρώστια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. -ίας (πρβλ. ἀστερίας)].

German (Pape)

ὁ, = τυμπανόεις od. τυμπανοειδής, einem Tympanon ähnlich, bes. ὕδρωψ oder ὕδερος τυμπανίας, Trommelwassersucht, wobei der Bauch wie eine Pauke angeschwellt und angespannt ist.