τυφοειδής
Greek Monolingual
-ές, Ν
1. τυφώδης
2. φρ. α) «τυφοειδής πυρετός»
(i) ιατρ. λοιμώδης νόσος προκαλούμενη από το μικρόβιο Salmonella typhi, αλλ. κοιλιακός τύφος
ii) (κτην.) οξεία μεταδοτική νόσος τών ιπποειδών
β) «τυφοειδείς λοιμώξεις»
(κτην.) παλαιότερη γενική ονομασία παθήσεων του ίππου, οι οποίες έχουν προσδιοριστεί σήμερα επακριβώς, όπως είναι ο τυφοειδής πυρετός, η σαλμονέλωση, η μεταδοτική πνευμονία κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. typhoid (< τύφος + -ειδής). Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Δ. Ι. Οικονομόπουλο].