τόπι
Greek Monolingual
το, Ν
1. μικρή σφαίρα από δέρμα, λάστιχο, ύφασμα ή άλλο υλικό, που χρησιμοποιείται σε διάφορα παιχνίδια («παίξαμε τόπι»)
2. δέμα υφάσματος τυλιγμένο σε σχήμα κυλίνδρου («ένα τόπι τσίτι»)
3. βλήμα παλαιού πυροβόλου και το ίδιο το πυροβόλο («βάλτε φωτιά στα τόπια», δημ. τραγούδι)
4. φρ. α) «τήν έκανα τόπι» — γέμισα την κοιλιά μου, παραέφαγα
β) «τον έκανα τόπι στο ξύλο» — τον έδειρα πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. top «σφαίρα»].