τύλωμα
English (LSJ)
-ατος, τό, glossed by τύμμα, Hsch.;
A Glossaria on τύλη, Id. s.v. γονοτύλη.
2 sole of the foot, Poll.2.198.
German (Pape)
[Seite 1161] τό, Schwiele, Verhärtung. Auch die Fußsohle, VLL. wie Poll. 2, 198.
Greek (Liddell-Scott)
τύλωμα: τό, τύλος, ἀποσκίρωμα ἐπὶ τοῦ ὤμου, Ἡσύχ. 2) τὸ πέλμα τοῦ ποδός, Πολυδ. Β΄, 198.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ τυλῶ, -ώνω
το αποτέλεσμα του τυλώνω, σκληρό εξόγκωμα του δέρματος, συνήθως τών άκρων, τύλος
νεοελλ.
υπερπλήρωση, παραγέμισμα της κοιλιάς με φαγητά
αρχ.
το πέλμα του ποδιού.