τύπωση

Greek Monolingual

η / τύπωσις, τυπώσεως, ΝΜΑ τυπῶ
νεοελλ.
1. εκτύπωσητύπωση κειμένου»)
2. (μεταλλ.-χημ.) κατεργασία που συνίσταται στην πλαστική παραμόρφωση, εν θερμώ ή εν ψυχρώ, ενός μεταλλικού τεμαχίου ή πλαστικού υλικού με τη βοήθεια τύπων, μητρών
3. φωτογραφική μέθοδος κατά την οποία λαμβάνεται θετική εικόνα από αρνητική
αρχ.
1. σχηματισμός, διαμόρφωση
2. πνευματική εικόναφαντασία τύπωσις ἐν τῇ ψυχῇ», Πλούτ.)
3. πρότυπο, υπόδειγμα
4. εικόνα («τῶν ἀνδριάντων ἄλλους ἀρχὴν ἔχοντας τυπώσεως», Σέξτ. Εμπ.)
5. περιληπτική περιγραφή.