υγρόμοθος

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) αυτός που μάχεται μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + μόθος «συμπλοκή, μάχη» (πρβλ. θαλασσόμοθος)].