θαλασσόμοθος
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
English (LSJ)
θαλασσόμοθον, fighting with the sea, Nonn. D. 39.370.
German (Pape)
[Seite 1183] mit dem Meere kämpfend, Nonn. D. 39, 370.
Greek (Liddell-Scott)
θαλασσόμοθος: -ον, μαχόμενος παλαίων πρὸς τὴν θάλασσαν, Νόνν. Δ. 39. 370.
Greek Monolingual
θαλασσόμοθος, -ον (Α)
αυτός που αγωνίζεται με τα κύματα («κύματα τέμνων χερσὶ θαλασσομόθοισιν», Νόνν.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + μόθος «θόρυβος της μάχης»].