υπερασπίζω

Greek Monolingual

ὑπερασπίζω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. υπερασπίζομαι Ν
προστατεύω κάποιον ή κάτι, είμαι υπέρμαχος κάποιου (α. «υπερασπίζουμε τα εθνικά μας συμφέροντα» β. «ἀποστολικῶν δόξας ὑπερασπίζειν δογμάτων», Θεοδώρ.)
νεοελλ.
(νομ.) ενεργώ ως συνήγορος, συνηγορώ υπέρ κάποιου («τον υπερασπίζει ικανός δικηγόρος»)
αρχ.
1. προστατεύω, καλύπτω κάποιον με την ασπίδα μου
2. υψώνω προστατευτικά κάτι πάνω από κάποιον («θεὸς ὑπερασπιεῖ τὴν χεῖρα αὐτοῦ», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀσπίζω «προστατεύω»].