ὑπερείδω ΝΜΑυποστηρίζω με κάτι, τοποθετώ κάτι ως στήριγμααρχ.1. στηρίζω από κάτω, χρησιμεύω ως στήριγμα2. σηκώνω, βαστώ κάτι3. υποστηρίζω, χρησιμοποιώ ως επιχειρήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρείδω «στηρίζω»].