ΜΑ ἱδρύω1. ιδρύω, τοποθετώ κάτι πάνω από κάτι άλλο2. (κυρίως παθ.) ὑπεριδρύομαικαταλαμβάνω ανώτερη, εξέχουσα θέση («πάσης ὑπεριδρυμένος καὶ ἀρχῆς καὶ τάξεως», Διον. Αρεοπ.).