υπόζωμα
Greek Monolingual
το / ὑπόζωμα, ΝΑ ὑποζώννυμι
1. ζωολ. (στα έντομα) εντομή που διαχωρίζει τον θώρακα από την κοιλία
2. ναυτ. ζωστήρας από χοντρό σχοινί που περιβάλλει κατά μήκος το πλοίο και συγκρατεί τις σανίδες στον σκελετό του, αλλ. υπόζωσμα
νεοελλ.
ναυτ. παχύ σχοινί που σαν ζωστήρας περιβάλλει εξωτερικά λέμβο ή πλοιάριο κατά μήκος του σκάφους με σκοπό την αποφυγή προσκρούσεων κατά τις πλευρίσεις
αρχ.
1. υμένας που διαχωρίζει τη θωρακική από την κοιλιακή κοιλότητα, διάφραγμα
2. ναυτ. το μεσαίο τμήμα του πηδαλίου.