-η, -ο / ὑπόψυχρος, -ον, ΝΜΑκάπως ψυχρόςαρχ.1. αυτός που προκαλεί ρίγος, παγερός2. μτφ. α) ανούσιος, μονότονος, κρύος («κωμικοὶ ὑπόψυχροι», λεξ. Σούδα)β) παράλογος, ανόητος, γελοίος («ζήτημα ὑπόψυχρον», Ερμογ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ψυχρός.