Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ο, Ν φασαρία(για πρόσ.) αυτός που προκαλεί αναστάτωση ή ενόχληση, ταραξίας2. φρ. «καπετάν-φασαρίας» — άτομο που πρωτοστατεί σε φασαρία, αρχιταραξίας.