φασαρίας

Greek Monolingual

ο, Ν φασαρία
(για πρόσ.) αυτός που προκαλεί αναστάτωση ή ενόχληση, ταραξίας
2. φρ. «καπετάν-φασαρίας» — άτομο που πρωτοστατεί σε φασαρία, αρχιταραξίας.