καπετάν
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
Greek Monolingual
και καπτάν, ο
1. τίτλος που μπαίνει πριν από ονόματα ναυτικών
2. τίτλος που έμπαινε πριν από ονόματα οπλαρχηγών
3. φρ. α) «καπετάν πασάς» — ο καπουδάν πασάς
β) «είναι ο καπετάν ένας» — είναι αυταρχικός ηγέτης
γ) «καπετάν φασαρίας» — άτομο που κάνει πολλή φασαρία ή προκαλεί αναστάτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. του καπετάνιος].