καπετάν

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

Greek Monolingual

και καπτάν, ο
1. τίτλος που μπαίνει πριν από ονόματα ναυτικών
2. τίτλος που έμπαινε πριν από ονόματα οπλαρχηγών
3. φρ. α) «καπετάν πασάς» — ο καπουδάν πασάς
β) «είναι ο καπετάν ένας» — είναι αυταρχικός ηγέτης
γ) «καπετάν φασαρίας» — άτομο που κάνει πολλή φασαρία ή προκαλεί αναστάτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. του καπετάνιος].