φλογιά

English (LSJ)

ἡ, Ion. φλογιή, poet. for φλόξ, Nic.Th.54, Al.393,534,586.

German (Pape)

[Seite 1292] ἡ, poet. = φλόξ, Nic. Al. 392 Th. 54, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

φλογιά: ἡ, ποιητ. ἀντὶ φλόξ, Νικ. Θηρ. 54, Ἀλεξ. 393, 534, 599.

Greek Monolingual

και ιων. τ. φλογιή, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) φλόγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -ιά / -ιή (πρβλ. τροχιά). Ο τ. καθώς και ορισμένα άλλα παρ. (πρβλ. φλόγινος, φλογίς) οδηγούν πιθ. σε μια μορφή θ. φλογ-ι-].