φλογίς
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, piece of broiled flesh, Poll.6.55, Hsch.; ταύρου.. φλογίδες beef-steaks, Archipp.11 (lyr.); κάπρου φλογίδες Stratt.11 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1292] ίδος, ἡ, geröstetes, gebratenes Fleisch; ταύρου Archipp. bei Ath. XIV, 656 b; κάπρου Alexis u. Strattis ib.
Greek (Liddell-Scott)
φλογίς: -ίδος, ἡ, «τὸ δὲ ὀπτὸν κρέας φλογὶς ἐκαλεῖτο» Πολυδ. Ϛ΄, 55· «φλογίδες· κρέα ὀπτά. διὰ τὸ φλογίζεσθαι» Ἡσύχ.· ταύρου... φλογίδες, «μπριζόλαις», Ἄρχιππος ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 2· κάπρου φλογίδες Στράττις ἐν «Καλλιππίδῃ» 1.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
κρέας ψητό στη σχάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακίς)].