φλογόεις

English (LSJ)

φλογόεσσα, φλογόεν, = φλόγεος, πῦρ Alex.Eph. ap. Theo Sm.p.140H.; Ζεύς Orph.H.20.2; of the eyes, flashing, Mosch.1.8; κύων AP12.225 (Strat.); σέλας Opp.H.2.536.

German (Pape)

[Seite 1292] όεσσα, όεν, poet. = φλογερός, φλόγεος, κύων Strat. 67 (XII, 225).

Russian (Dvoretsky)

φλογόεις: όεσσα, όεν пылающий: φ. κύων Anth. палящее созвездие Большого Пса.

Greek (Liddell-Scott)

φλογόεις: εσσα, εν, = φλόγεος, Ὀρφ. Ὕμν. 19. 2· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀνθ. Παλ. 12. 225· σέλας Ὀππ. Ἁλ. 2. 530.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
1. αυτός που εκπέμπει φλόγες («[Δία] φλογόεντα, πυρίβρομον», Ορφ. Ύμν.)
2. (για μάτια) σπινθηροβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

φλογόεις: -εσσα, -εν, = φλόγεος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φλογόεις, εσσα, εν = φλόγεος, Anth.]