φοβέρα

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φοβερίζω, εκφοβισμός, απειλή («...και ήταν όλα σιωπηλά / γιατί τά 'σκίαζε η φοβέρα και τά πλάκωνε η σκλαβιά», Σολωμ.)
2. φρ. α) «για φοβέρα» — για εκφοβισμό
β) «φοβέρας πράμα»
(στον Ερωτόκρ.) αντικείμενο που προκαλεί φόβο
3. παροιμ. «κι ο άγιος φοβέρα θέλει» — μόνες οι παρακλήσεις προς τους ισχυρούς δεν αρκούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. φοβερίζω (πρβλ. απλώνω: άπλα, λερώνω: λέρα)].