φονιάς

Greek Monolingual

ο / φονεύς, -έως, ΝΜΑ, θηλ. φόνισσα Ν, και αρκαδ. τ. φονής, -ῆος, Α
δολοφόνος (α. «κι αν εις το φόρο γη μωρό γη ανήμπορος προβάλει / κι από κιανένα σκοτωθεί, φονιά μην τότε βγάλει», Ερωτόκρ.
β. «ἄνδρα φονέα», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ο καθ' έξιν ή ο πληρωμένος δολοφόνος
2. παροιμ. «κι έπειτα φταίει ο φονιάς» — λέγεται σε περιπτώσεις που το θύμα προκαλεί τον δράστη με ποικίλους τρόπους, με αποτέλεσμα να μην ευθύνεται απόλυτα ο τελευταίος για την πράξη του
αρχ.
1. αυτός που επιφέρει καταστροφές, καταστροφέας
2. (με σημ. επιθ.) φονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + κατάλ. -εύς. Ο νεοελλ. τ. φονιάς έχει σχηματιστεί από την αιτ. φονέα του αρχ. τ. με συνίζηση (πρβλ. συκιά: συκέα)].