φουντάρω
Greek Monolingual
Ν
1. βυθίζω πλοίο
2. βυθίζομαι, καταποντίζομαι
3. ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ
4. μτφ. αποτυγχάνω πλήρως, καταστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fundare < λατ. fundo, -āre «θεμελιώνω, στερεώνω» < λατ. fundus, -i «πυθμένας, θεμέλιο»].