φουσκωτός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν φουσκώνω
1. φουσκωμένος, αυτός που έχει σχήμα φούσκας, κυρτός
2. γεμάτος αέρα
3. φρ. α) «φουσκωτό ψωμί» — ψωμί με προζύμι
β) «φουσκωτή βάρκα»
ναυτ. μικρό πλοιάριο με πλωτήρες γεμάτους αέρα.