-ή, -ό, Ν φουσκώνω1. φουσκωμένος, αυτός που έχει σχήμα φούσκας, κυρτός2. γεμάτος αέρα3. φρ. α) «φουσκωτό ψωμί» — ψωμί με προζύμιβ) «φουσκωτή βάρκα»ναυτ. μικρό πλοιάριο με πλωτήρες γεμάτους αέρα.