φυλλοξήρα

Greek Monolingual

και φυλλοξέρα, η, Ν
1. ζωολ. γένος μικροσκοπικών ομόπτερων εντόμων της οικογένειας φυλλοξηρίδες που ανήκει στην ομάδα τών φυτοπαρασιτικών εντόμων η οποία είναι γνωστή με τις ονομασίες αφίδες, μελίγκρες ή φυτόψειρες
2. φρ. α) «φυλλοξήρα του αμπελιού»
(ζωολ.-φυτοπαθ.) κοινή ονομασία του είδους Phylloxera vastatrix ή Phylloxera vitifolia του γένους φυλλοξήρα, καθώς και της καταστρεπτικής ασθένειας που προκαλεί το έντομο αυτό προσβάλλοντας τα φύλλα και τις ρίζες τών κλημάτων, με αποτέλεσμα τη σήψη τους
β) «έπεσε φυλλοξέρα»
μτφ. επήλθε πλήρης καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phylloxera < νεολατ. phyloxera (< φύλλο(ν) + ξηρός). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ε. Πονηρόπουλο].