Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
χαμορείκι
Greek Monolingual
το, Ν βοτ.κοινήονομασία είδους του φυτού ερείκη και, ειδικότερα, του Erica verticillata, που απαντά σε όλη τη Χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ.< επίρρ. χάμω (βλ. λ.χαμαι-) +ρείκι].