χειροδίκης

English (LSJ)

[ῐ], ον, ὁ, one who asserts his right by hand, uses the right of might, Hes. Op.[189].

German (Pape)

[Seite 1345] ὁ, 1) der sein Recht mit den Händen geltend macht, das Faustrecht übt, Hes. O. 191. – 2) der das Recht handhabt, verwaltet.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
dont le droit est le droit des mains, càd de la force.
Étymologie: χείρ, δίκη.

Russian (Dvoretsky)

χειροδίκης: ου (δῐ) ὁ утверждающий свое право силой, т. е. насильник Hes.

Greek (Liddell-Scott)

χειροδίκης: [ῐ], -ου, ὁ, ἐπιβάλλων τὰ δικαιώματά του διὰ τῶν χειρῶν του, διὰ τῆς βίας, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 187. -Παρὰ Σουΐδ. καὶ χειροδίκαιος, α, ον.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
αυτός που ασκεί χειροδικία, που παίρνει το δίκιο του με το χέρι του (α. «ἦν δὲ καὶ τοῖς κατειπεῖν ἔχουσι τῶν χειροδικῶν εὐέντευκτος», Νικ. Χων.
β. «οὐδέ κεν οἵ γε γηράντεσσι τοκεῡσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν, χειροδίκαι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -δίκης (< δίκη), πρβλ. εἰρηνοδίκης].

Greek Monotonic

χειροδίκης: [ῐ], -ου, ὁ (δίκη), κάποιος που επιβάλλει το δίκιο του με τα χέρια, χρησιμοποιεί το δίκαιο της πυγμής, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

χεῐρο-δίκης, ου, ὁ, δίκη
one who asserts his right by hand, uses the right of might, Hes.