χεράς

German (Pape)

[Seite 1349] άδος, ἡ, ein Haufen oder eine Hand voll Steine, Kieshaufen, bes. Gerölle von Sand und Kies, wie es die Ströme anschwemmen; ἅλις χεράδος περιχεύας, μυρίον Il. 21, 319, s. aber das Vorige; παμφόρῳ χεράδι τυπτόμενος Pind. P. 6, 13; βωμὸν χεράδος περινήνεον Ap. Rh. 1, 423. – Die obige Erkl. beruht auf der Ableitung von χείρ; richtiger scheint das Wort aber auf χέρσος, χέῤῥος, ξηρός zurückzuführen, so daß »hart«, »fest« die Grundbdtg ist. – Vgl. auch χερμάς, χοιράς.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. χεράδες
«αἱ τῶν χειμάρρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. χέραδος, ο οποίος έχει σχηματιστεί υστερογενώς από έναν τ. χεραδος, ο οποίος έχει αναγνωσθεί είτε ως χέραδος της αιτ. πτώσης του ουδ. είτε ως χεράδος, οπότε θα αντιστοιχούσε στη γεν. ενός θηλ. χεράς (πρβλ. λιθάς, χερμάς). Παρλλ. προς τον τ. χεράς υποτίθεται η ύπαρξη ενός τ. σχεράς ως β' συνθετικό στον τ. πολυ-σχεράδος (Μυκόνοιο), ο οποίος, όμως, ανάγεται, κατ' άλλη άποψη, στη λ. σχερός «ακτή» (βλ. λ. πολυσχεράς)].

Russian (Dvoretsky)

χεράς: άδος ἡ смешанный с камнями и песком поток Pind.