χιονοθρέμμων
English (LSJ)
χιονοθρέμμον, gen. -ονος, fostering snow, snow-clad, σκοπιαί E.Hel.1323 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1356] ονος, Schnee nährend, hegend (mit Schnee bedeckt), σκοπιαί Eur. Hel. 1339.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui nourrit ou entretient la neige.
Étymologie: χιών, θρέμμα.
Russian (Dvoretsky)
χιονοθρέμμων: 2, gen. ονος питающий снега, т. е. покрытый снегами (σκοπιαί Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
χιονοθρέμμων: -ον, γεν. ονος, ὁ τρέφων χιόνα, περιβεβλημένος χιόνα, Ἴδη Εὐρ. Ἑλ. 1323· ὡς τὸ χιονοβοσκός, χιονοτρόφος.
Greek Monolingual
-ον, Α
χιονοβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -θρέμμων (< θ. θρεπ- του τρέφω [[[πρβλ]]. θρεπτός] + κατάλ. -μων), πρβλ. ὑδατοθρέμμων].
Greek Monotonic
χῐονοθρέμμων: -ον, γεν. -ονος (τρέφω), αυτός που τρέφει χιόνι, καλυμένος με χιόνι, σε Ευρ.