χνότο

Greek Monolingual

και παλ. τ. χνώτο, το, Ν
1. η απόπνοια του στόματος («γιατί τα χνώτα μου βρωμούν σαν της ταφής το χώμα», Γρυπ.)
2. φρ. «δεν ταιριάζουν τα χνότα μας» — έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις ή συνήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τη λ. αχνός, μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. αχνότη (με κατάλ. -ότη, βλ. λ. -τητα / -της), με σίγηση του αρκτικού άτονου α- και μεταπλασμό ως προς τον αριθμό και το γένος (πρβλ. νεότα, τα < νεό-της, βλ. λ. νιάτα), ενώ, κατ' άλλη άποψη, από αμάρτυρους ρηματ. τ. χνοτώ < εκνοτίζω «αναδίδω υγρασία» (< νοτίζω «υγραίνω»)].