χρήμη

English (LSJ)

ἡ, Ion. for χρεία 1, Archil.56.5, Ps.-Hdt.Vit.Hom.13,14, dub.in Call. in PSI11.1216.19; ὅτεῳ χρήμη τεά ἐστι παῖδα ποιήσασθαι cj. in Democr.277.

German (Pape)

[Seite 1374] ἡ, ion. statt χρεία, Verlangen, Wunsch, Gesuch, Bitte; Archil. frg. 32; Herodot. Vit. Hom. 13. 14.

Russian (Dvoretsky)

χρήμη:желание Democr.

Greek (Liddell-Scott)

χρήμη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ χρεία ΙΙ, Ἀρχίλ. 51, Βίος Ὁμήρου 13. 14· ὅτεῳ χρήμη (οὕτως Meineke ἀντὶ χρήματα) ἔστι παῖδας ποιήσασθαι Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 452. 10.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ιων. τ. χρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρή «πρέπει, χρειάζεται, είναι ανάγκη» + κατάλ. -μη (πρβλ. ῥώμη, τόλμη)].