χτυπητός
Greek Monolingual
και κτυπητός, -ή, -ό, Ν χτυπώ / κτυπώ
1. αυτός που έχει παρασκευαστεί με χτύπημα, χτυπημένος (α. «χτυπητό αβγό» β. «χτυπητή ζύμη»)
2. (σχετικά με μέταλλα) σφυρήλατος
3. αυτός που έχει δεχθεί χτυπήματα, δαρμένος («τον έκαναν χτυπητό»)
4. αυτός που προξενεί εντύπωση, έντονος, ζωηρός (α. «χτυπητό χρώμα» β. «χτυπητό ντύσιμο» γ. «χτυπητή αντίφαση»)
5. (για λόγο) δριμύς, οξύς, καυστικός («τον κατηγόρησε με χτυπητά λόγια»)
6. το ουδ. ως ουσ. το χτυπητό
τρόπος επίχρισης, σοβατίσματος, με αλλεπάλληλες εκσφενδονίσεις κονιάματος ώστε να δημιουργηθεί αδρή επιφάνεια, αλλ. πεταχτό.