χόριο

Greek Monolingual

το / χόριον, ΝΜΑ
ο τελευταίος προς τα έξω υμένας που περιβάλλει το έμβρυο
νεοελλ.
1. (εμβρυολ.-ανατ.) ο εξώτατος εμβρυογενής υμένας του εμβρύου, ο οποίος έρχεται σε επαφή με τον βλεννογόνο της μήτρας
2. ανατ. α) το πυκνό και ανθεκτικό στρώμα του δέρματος που βρίσκεται κάτω από την επιδερμίδα
β) ο χαλαρός συνδετικός ιστός που βρίσκεται κάτω από το επιθήλιο και πάνω από τη βλεννογόνο μυϊκή στιβάδα του λεπτού εντέρου
μσν.-αρχ.
1. κάθε υμένας τών εντέρων και τών άλλων οργάνων
2. στον πληθ. τὰ χόρια
φαγητό παρασκευασμένο από καθαρισμένα έντερα, γεμισμένα με μέλι και γάλα
(