ωμόφρων
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει ωμό φρόνημα, σκληρή ψυχή, άσπλαχνος
2. μτφ. (για πράγμ.) αυτός που διακρίνεται για τη μεγάλη του αντοχή, ανθεκτικός («ὠμόφρων σίδαρος», Αισχύλ.).
επίρρ...
ὠμοφρόνως Α
με ωμότητα φρονήματος, με σκληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].