ωμότητα

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source

Greek Monolingual

η / ὠμότης, -ητος, ΝΜΑ ὠμός
1. η ιδιότητα ή η κατάσταση του ωμού
2. μτφ. αγριότητα, σκληρότητα, απανθρωπιά (α. «φέρθηκε με ωμότητα» β. «τοσαύτην...ὠμότητα καὶ πικρίαν ἀπεδείξατο»
Πλούτ.)
νεοελλ.
σκληρή και απάνθρωπη πράξη («οι ωμότητες του πολέμου»)
μσν.-αρχ.
απεψία, δυσπεψία.