внутренний
Russian > Greek
ἐνδιάθετος, ἐσωτερικός, εἰσωτερικός, εἴσω, ἔσω, μύχιος, μεσόγαιος, μέσαυλος, μέσσαυλος, ἔκτοθεν, ἐμφύλιος, χερσαῖος, οἰκεῖος
ἐνδιάθετος, ἐσωτερικός, εἰσωτερικός, εἴσω, ἔσω, μύχιος, μεσόγαιος, μέσαυλος, μέσσαυλος, ἔκτοθεν, ἐμφύλιος, χερσαῖος, οἰκεῖος