ἔκτοθεν
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
English (LSJ)
Adv., (ἐκτός) Ep. for ἔξωθεν,
A = ἔκτοσθεν, from without, outside, c. gen., ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων outside their circle, apart from them, Od.1.132; λίμνας ἔκτοθεν. A.Pers.871 (lyr.); πύργων δ' ἔκτοθεν βαλών = having struck them from the wall, Id.Th.629 (lyr.); ἔκτοθεν ἐρώτων AP5.301.7 (Agath.).
2 abs., outside, without, οὐδ' ἀπ' ἄλλων ἔκτοθεν. A.Ch.473 (lyr.); ἔκτοθεν βοᾶν S.El.802; ἔκτοθεν γαμεῖν = marry from an alien house, E. Andr.975; τὰ ἔκτοθεν = things abroad, Theoc.10.9:—ἔκτοθεν αὐλῆς is dub. in Od.9.239 (perhaps outside in the court).
3 without, unaccompanied by, τινός Nonn. D. 11.428.
German (Pape)
[Seite 781] p. = ἔκτοσθεν, von außen her, außerhalb; τινός, Od. 1, 132, wie Aesch. πύργων, λίμνας, Spt. 611 Pers. 852; ἔκτοθεν γαμεῖν, eine Frau aus einem fremden Hause heirathen, Eur. Andr. 975; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 1037; ἐρώτων, ohne Liebe, Agath. 3 (V, 302). – Aber Od. 9, 239 ist ἔκτοθεν αὐλῆς draußen im Hofe.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
1 adv. au dehors : ἔκτοθεν αὐλῆς OD au dehors dans la cour;
2 prép. hors de, gén. ; loin de : μνηστήρων OD loin des prétendants.
Étymologie: ἐκτός, -θεν.
Russian (Dvoretsky)
ἔκτοθεν:
I adv. снаружи, вне: οὐκ ἀπ᾽ ἔ. Aesch. не извне пришедший, т. е. внутренний; ἐᾶν τινα ἔ. βοᾶν Soph. оставить кого-л. плачущим снаружи; οἱ ἔ. Theocr. отсутствующие; ἔ. γαμεῖν Eur. жениться на иноземке; ἔ. αὔλης (gen. loci) Hom. снаружи во дворе.
II в знач. praep. cum gen. вне, вдали от … (ἄλλων μνηστήρων Hom.; λίμνας Aesch.): ἔ. ἐρώτων Anth. чуждый любви.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτοθεν: ἐπίρρ. (ἐκτὸς) Ἐπ. ἀντὶ ἔξωθεν ἔκτοσθεν, ἐκ τοῦ ἔξω μέρους, ἐκτός, μετὰ γεν., ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων, ἐκτὸς τοῦ κύκλου τῶν μνηστήρων, «χωρὶς» (Σχόλ.). Ὀδ. Α. 132· λίμνας ἐκτ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 871· πύργων δ’ ἔκτ. βαλών, κτυπήσας αὐτοὺς ἐκ τῶν πύργων, ὁ αὐτ. Θήβ. 629· ἐκτ. ἔρωτος Ἀνθ. Π. 5. 302. 2) ἀπολ., ἐκτός, ἔξω, οὐδ’ ἀπ’ ἄλλων ἔκτ. Αἰσχύλ. Χο. 473· ἔκτ. βοᾶν Σοφ. Ἠλ. 802· ἔκτ. γαμεῖν, λαμβάνειν γυναῖκα ἐξ ἀλλοτρίας οἰκογενείας, Εὐρ. Ἀνδρ. 795· τὰ ἔκτ., τὰ ἔξω πράγματα, Θεόκρ. 10. 9. Ἐν Ὀδ. Ι. 239, ἡ ἔννοια ἀπαιτεῖ νὰ ἀναγνώσωμεν ἔκτοθεν αὐλῇ, ἔξω ἐν τῇ αὐλῇ (ἐκτὸς ἐὰν τὸ αὐλῆς δύναται νὰ ληφθῇ ὡς αὐλῇ), ἢ ἄλλως νὰ δεχθῶμεν τοῦ Rumpf τὴν εἰκασίαν, ἔντοθεν αὐλῆς, ἐντὸς τῆς αὐλῆς. - Ἴδε τὴν λέξ. ἔκτοσθεν ἐν τέλ.
English (Autenrieth)
outside, w. gen., ‘separate from,’ Od. 1.133; in Od. 9.239 the MSS. have ἔντοθεν. (Od.)
Greek Monotonic
ἔκτοθεν: ποιητ. επίρρ. (ἐκτός) = ἔκτοσθεν, έξω από, εκτός·
1. με γεν., ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων, εκτός του κύκλου τους, χωριστά, παράμερα από αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· πύργων δ' ἔκτ. βαλών, έχοντας χτυπήσει, πλήξει αυτούς από τους πύργους, σε Αισχύλ.
2. απόλ., εκτός, έξω, σε Τραγ.· ἔκτ. γαμεῖν, παίρνω σύζυγο από έναν άλλο οίκο, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἐκτός = ἔκτοσθεν,]
1. from without, outside, c. gen., ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων outside their circle, apart from them, Od.; πύργων δ' ἔκτ. βαλών having struck them from the wall, Aesch.
2. absol. outside, Trag.; ἔκτ. γαμεῖν to marry from an alien house, Eur.