непостоянный
Russian > Greek
διάδρομος, πλάνος, ταραχώδης, διχόμυθος, μετάπτωτος, εὐμετάθετος, πολύτροπος, εὔτρεπτος, παλίμβολος, ἀνεπίμονος, ἀκατάστατος, ἀνώμαλος, ἀστάθμητος, ἔμπληκτος, ἀλλο-πρός-αλλος, ἀβέβαιος, μετάβουλος, ῥευστός, σφαλερός
διάδρομος, πλάνος, ταραχώδης, διχόμυθος, μετάπτωτος, εὐμετάθετος, πολύτροπος, εὔτρεπτος, παλίμβολος, ἀνεπίμονος, ἀκατάστατος, ἀνώμαλος, ἀστάθμητος, ἔμπληκτος, ἀλλο-πρός-αλλος, ἀβέβαιος, μετάβουλος, ῥευστός, σφαλερός