παλίμβολος
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
παλίμβολον, reversed, γνώμη Sch.Ar.Nu.298: hence, untrustworthy, unstable, ἤθη παλίμβολα καὶ ἄπιστα Pl.Lg.705a, cf. D.Chr.31.37, Aristaenet.1.28; δολερὸς καὶ παλίμβολος Plu.Crass.21; τὸ παλίμβολον = παλιμβολία (instability), Aeschin.2.40; of a slave, = παλίμπρατος, Men.445; πέδιλα παλίμβολα = turned or patched sandals, Nic.Fr.85. Adv. παλιμβόλως = deceptively, cunningly Poll.3.132.
German (Pape)
[Seite 448] 1) umwerfend, umschlagend, bes. seinen Sinn ändernd, wankelmütig, falsch, tückisch; καὶ ἄπιστα ἤθη, Plat. Legg. IV, 705 a; τὸ καλούμενον παιπάλημα ἢ τὸ παλίμβολον, Aesch. 2, 40; καὶ δολερὸς ἀνήρ, Plut. Crass. 21; a. Sp.; VLL. erkl. es bes. von einem bösen Sklaven, der oft verkauft wird und den Herrn wechselt, παλίμπρατος, Harpocr.; vgl. B. A. 291, 30; S. Emp. adv. rhett. 27 vbdt μοχθηροὶ καὶ π. καὶ συκοφάνται. – 2) umgewendet, umgekehrt; πέδιλα, Nic. bei Ath. IX, 370; Aristaen. 1, 29 auch παλίμβολος ἱστὸς Πηνελόπης, das rückgängig gemachte, wiederaufgelös'te Gewebe der Penelope. – Adv., Poll. 3, 132.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propr. qui lance ou qu'on lance en sens inverse ; fig. changeant, trompeur, fourbe.
Étymologie: πάλιν, βάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίμβολος -ον [πάλιν, βάλλω] onbetrouwbaar.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίμβολος:
1 непостоянный, ненадежный (παλίμβολα καὶ ἄπιστα ἤθη Plat.; π. καὶ δολερὸς ἀνήρ Plut.);
2 лживый, лицемерный (συκοφάνται Sext.).
Greek Monolingual
παλίμβολος και παλίβολος, -ον (Α)
1. αντίθετος
2. αυτός που δεν μένει στην ίδια γνώμη, άστατος («ἤθη παλίμβολα καὶ ἄπιστα», Πλάτ.)
3. (για δούλο) αυτός που λόγω αναξιότητας μεταβιβάζεται από τον έναν στον άλλο
4. φρ. α) «πέδιλα παλίμβολα» — πέδιλα γυρισμένα από την ανάποδη πλευρά
(Νικ.) β) «ἱστός παλίμβολος»
(για τον ιστό της Πηνελόπης) ύφασμα που διαλυόταν και ξαναϋφαινόταν (Αρισταίν.).
επίρρ...
παλιμβόλως (Α)
ασταθώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. ευμετάβολος].
Greek Monotonic
πᾰλίμβολος: -ον (βάλλω), αυτός που επιστρέφει, αντίστροφος· απ' όπου, αναξιόπιστος, αβέβαιος, άστατος, σε Πλάτ.· τὸ παλίμβολον, αστάθεια, σε Αισχίν.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμβολος: -ον, (πάλιν, βάλλω) ἄστατος, ὁ ἐπὶ μιᾷ γνώμῃ μὴ μένων, ὕπουλος, πολυμετάβολος, ἤθη π. καὶ ἄπιστα Πλάτ. Νόμ 705Α· δολερὸς καὶ π. Πλούτ. Κράσσ. 21· τὸ παλίμβολον = παλιμβολία, Αἰσχίν. 33. 24· - ἐπὶ δούλου, = παλίμπρατος, Μένανδρος ἐν «Σικυωνίῳ» 7· πέδιλα π., γυρισμένα ἀπὸ τὴν ἄλλην ὄψιν, ἀνάποδα, Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 370Α· ἱστὸς π., τὸ ὕφασμα τῆς Πηνελόπης, ὅπερ διέλυε κατὰ πᾶσαν νύκτα καὶ πάλιν ὕφαινεν αὐτὸ τὴν ἡμέραν, Ἀρισταίν. 1. 29. - Ἐπίρρ. -λως, Πολυδ. Γ΄ 132. Πρβλ. παλιναίρετος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλίμβολος· ἀκατάλληλος, ἀνάρμοστος, ὁ πολλάκις ἐπὶ μεταβολὴν ἀπημπολημένος, κοῦφός τε καὶ οὐ βέβαιος, ... ἀπ’ ἄλλου εἰς ἄλλο μεταβαίνων»· προσέτι «ἀδόκιμος, ἀνελεύθερος», πρβλ. Τιμαίου Πλάτ. Λεξικ.
Middle Liddell
πᾰλίμ-βολος, ον, βάλλω
thrown back, reversed: hence, untrustworthy, uncertain, unstable, Plat.: τὸ παλίμβολον instability, Aeschin.
Mantoulidis Etymological
(=ἄστατος, ὕπουλος, πανοῦργος). Ἀπό τό πάλιν + βάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη πάλιν.
Translations
untrustworthy
Bulgarian: ненадежден; Czech: nedůvěryhodný; Dutch: onbetrouwbaar; Esperanto: malfidinda; Galician: falso; German: unzuverlässig; Greek: αναξιόπιστος; Ancient Greek: ἀναξιόπιστος, ἀπίθανος, ἄπιστος, δολερός, δολόεις, δολῶπις, παλίμβολος; Hungarian: megbízhatatlan; Latin: infidus, levifidus; Macedonian: недоверлив, неверодостоен; Maori: ngutu tere; Romanian: îndoielnic, nesigur; Russian: ненадёжный, не заслуживающий доверия; Swedish: opålitlig; Telugu: అవిశ్వసనీయము, నమ్మదగని; Tocharian B: empakwatte