пограничный
Russian > Greek
ὁμοτέρμων, προσόμορος, προσόμουρος, ὅριος, σύγκληρος, ὅμορος, ὅμουρος, ἀγχιτέρμων, πρόσορος, πρόσουρος, σύνορος, σύνουρος, πρόσχωρος, μεθόριος
ὁμοτέρμων, προσόμορος, προσόμουρος, ὅριος, σύγκληρος, ὅμορος, ὅμουρος, ἀγχιτέρμων, πρόσορος, πρόσουρος, σύνορος, σύνουρος, πρόσχωρος, μεθόριος