уход
Russian > Greek
ἀπόλυσις, τιθήνησις, κομιδή, κομιδά, σκυλακεία, κηδεμονία, ἀπαλλαγή, ἔκλειψις, ἀπόλειψις, χωρισμός, ἀποστάσιον, ἀναχώρησις, ἄφοδος, ἄποδος, ἀνάστασις, θεράπευμα, ἔκστασις, ἀπαναχώρησις, ἀποχώρησις, ἐκτοπισμός, θεραπεία, τροφή, ἔξοδος