ἀκαλλώπιστος

English (LSJ)

ἀκαλλώπιστον, unadorned, Heraclit.92, Ph.1.1, Luc. Pisc.12, Gal.Protr.10, Max.Tyr.29.7.

Spanish (DGE)

-ον
1 no adornado Σίβυλλα ... ἀκαλλώπιστα ... φθεγγομένη Heraclit.B 92, εὐσέβεια Ph.1.146, cf. Luc.Pisc.12, 16, Gal.1.26
alegóricamente de la Virtud, interpr. como una mujer que no es coqueta Meth.Symp.5
que está sin acicalar, no arreglado ἀ. καὶ ἀκτένιστος Philaenis en POxy.2891.1.2.2
de mal aspecto de un niño desnutrido T.Sal.90.10.
2 adv. ἀκαλλωπίστως = sin adorno Procl.in R.2.269.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans parure, sans coquetterie.
Étymologie: , καλλωπίζω.

German (Pape)

ungeschmückt, Plut. Pyth. or. 6; κόμη Luc. Pisc. 12; πόθος Strat. 34 (XII.192).

Russian (Dvoretsky)

ἀκαλλώπιστος: неприкрашенный, непринаряженный (Σίβυλλα Plut.; κόμη Luc.; πόθος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαλλώπιστος: -ον, ὁ μὴ κεκοσμημένος, ἀστόλιστος, Λουκ. Ἁλ. 12, Ἡράκλειτος 12, ἔκδ. Bywater.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαλλώπιστος, -ον) καλλωπίζω
1. αυτός που δεν έχει καλλωπιστεί, δεν έχει στολιστεί
2. άνθρωπος άκομψος από φυσικού του
3. μτφ. ο ακόσμητος, ο άκομψος, ο ξερός
«ακαλλώπιστος λόγος», «ακαλλώπιστο ύφος».

Greek Monotonic

ἀκαλλώπιστος: -ον, αστόλιστος, σε Λουκ.