ἀλλοιότροπος

English (LSJ)

prob. l. for ἀλλότροπος, Linusap. Stob.1.10.5; gloss on αἰλότροπος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον de aspecto cambiante glosa a αἰλότροπον Hsch.

German (Pape)

[Seite 104] veränderlich; wenn nicht für beide ἀλλοτρ. zu lesen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοιότροπος: ὁ ποικίλος τοὺς τρόπους, ὁ εὐμετάβολος, καὶ ἐπίρρ. -πως, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀλλοιότροπος, -ον (Α)
αυτός που συχνά μεταβάλλει φύση διαφορετικός, μεταβαλλόμενος, ευμετάβολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + τρόπος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοιοτροπία, ἀλλοιοτροπῶ].