ἀλυσθαίνω
English (LSJ)
(ἀλύω) = ἀδημονέω, Nic.Th.427, EM70.45, prob. in Hp. Morb.2.54,58,67; cf. ἀλυσταίνω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
estar dolorido, enfermo ἀλυσθαίνοντι ... ἀρήξει ayudará al doliente Nic.Al.141, ἀλυσθαίνοντος ἀνίαι Nic.Th.427, cf. Hsch., EM 938.
• Etimología: Cf. ἀλύω.
German (Pape)
[Seite 111] krank, schwach sein, Nic. Th. 427; Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλυσθαίνω: (ἀλύω) εἶμαι ἀσθενὴς ἢ ἀδύνατος, Ἱππ. 480. 31, πρβλ. 482. 11, Νικ. Θ. 427: ἀλυσθμαίνω, ἐν Καλλ. εἰς Δῆλ. 212: ἀλυσταίνω παρ’ Ἡσυχ. «ἀλυσταίνειν, ἀσθενεῖν, ἀδυνατεῖν.»
Greek Monolingual
ἀλυσθαίνω και ἀλυσταίνω (AM)
1. είμαι ασθενής ή αδύνατος
2. έχω αγωνία, ανυπομονησία, αδημονώ
3. αισθάνομαι ανία, βαρυθυμώ, ασθενώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλύω, πιθ. κατ’ επίδραση της λ. ἀσθενής.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλυσθμαίνω].